|
II τό истощение, упадок сил #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово истощение? — ρέψιμο как на (ново)греческом будет слово упадок сил? — ρέψιμο как с (ново)греческого переводится слово ρέψιμο? — истощение, упадок сил — ξυράφι — απονήωση — εξοφλώ — στιγματισμένος — ακαταπάτητος — λέπτυνση — ασφυξία — σκιέρ — σεχταρίστρια — διαλογιέμαι — αλάβαστρο — φράκτης — αβάφτιστο — ευαρέσκεια — κατατρυπω — αγέρωχος — σφήξ — δοξασμός — τρικούβερτος — θάνατος — σιδηροτεχνία |
|||