|
η 1) клетчатка; 2) целлюлоза #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клетчатка? — κυτταρίνη как на (ново)греческом будет слово целлюлоза? — κυτταρίνη как с (ново)греческого переводится слово κυτταρίνη? — клетчатка, целлюлоза — αερόφρενο — αποδοτέος — εχθροπραξία — αγιοποιούμαι — λευκάνθεμον — καχέκτις — σκότισμα — τρωτό — αντραλίζω — μακαριώτατος — συνέχω — χαλκωματάδικο — μείξη — δομώ — σκληρότητα — βέτο — διασημότητα — αεροστεγώς — ξεσκάφτω — ποικιλία — ασυστόλως |
|||