Новогреческий словарь
κυτταρίνη
κυτταρίνη
η 1)
клетчатка
;
2)
целлюлоза
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
клетчатка
? —
κυτταρίνη
как на
(ново)греческом
будет слово
целлюлоза
? —
κυτταρίνη
как с
(ново)греческого
переводится слово
κυτταρίνη
? — клетчатка, целлюлоза
#
(ново)греческий словарь
—
κοντόχρονα
—
χαροπαλεύω
—
συμπαρομαρτούντα
—
απανωβάζω
—
κιθαρίστρια
—
προθετικός
—
ραδιοσκοπώ
—
σταξιά
—
ανδρογυναίκα
—
τζαναμπετιά
—
ετράπην
—
ασυκοφάντητος
—
ξανακύλισμα
—
χειριστήριο
—
αρταποθήκη
—
πώντς
—
προσκεφαλαιοθήκη
—
διερράγην
—
αγγουρόσουπα
—
ανήλωσα
—
τιλιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве