|
легко переделываемый, изменяемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко переделываемый? — ευμεταποίητος как на (ново)греческом будет слово изменяемый? — ευμεταποίητος как с (ново)греческого переводится слово ευμεταποίητος? — легко переделываемый, изменяемый — τηκτός — μόρφημα — ερυθροπώγων — ξενύχτι — αυτοϋποβάλλομαι — αλλοίμονο — συγγραφή — αντιβογγώ — αλαφροποινίτισσα — ανέλικτος — αφιονισμένος — επιστολογράφος — αμετάβολος — μαγκούφικος — πλέκτης — βαθήσκιωτος — πατομπούκαλο — ποτιστήρι — διαγλυφή — προικοδοσία — πανεθνικός |
|||