|
закладывать в котёл #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закладывать в котёл? — καζανιάζω как с (ново)греческого переводится слово καζανιάζω? — закладывать в котёл — σελαμλίκι — ομολογήσιμος — κλωνάρι — φούμισμα — αποβάμβακον — ακαθέλκυστος — Τεμπελοχώρα — αριστεροδέξιος — θεόμορφος — μωομεθανικός — γιάλλα — θειαφίσιος — ψευτοπαλικαράς — χαμηλοφώνως — γραμμικά — τσαλαβουτώ — βιντεοταινία — πύρρουλας — ξαλάφρωμα — κερδομανία — νομισματοδέκτης |
|||