Новогреческий словарь
ουροποιητικός
ουροποιητικός
образующий мочу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
образующий мочу
? —
ουροποιητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ουροποιητικός
? — образующий мочу
#
(ново)греческий словарь
—
νησίδιον
—
απατεωνίσκος
—
κεραμιδί
—
χυδαϊστί
—
υδατόσημο
—
πτυάριον
—
κορνιζαρισμένος
—
χώλ
—
θεληματίας
—
βλητρω
—
στροβιλιά
—
πιοτί
—
συριστικός
—
μεθυστής
—
σωμασκία
—
δοκιμή
—
επιτελικός
—
μπαχτσεβάνος
—
διαστημόπλοιο
—
απροθυμοποίητος
—
εκτοκίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве