|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λυσιτέλεια? — — κεραμιδαρειό — λάσκα — συνεορτάζομαι — ανήλιαστος — εξερεονητικός — αρχήθεν — αμυγδαλωτός — αριστερισμός — υπνωτισμός — μιστωτός — παραμύθα — οξύαυλος — ασκήτρια — γγιάω — συνταγματικά — ανυπόθετος — βλαστοφόρος — κλιματοθεραπεία — γρόσι — υπομισθώτρια — παρακεντές |
|||