|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μακρύτερο? — — παραβολικός — μισότριβος — άπατη — επικόλλημα — διαρμίζω — μικροβιακός — άνανδρος — τελματώνω — δετηρία — δριμύς — ξεθηλυκώνω — υποθετικός — περιποίηση — φιλονικία — μηλόκρεμα — καρυοφύλλι — υπερσυνταγογράφηση — φαντοσιοπληξία — απόπτυση — αρχέτυπο — μανάβισσα |
|||