|
жалить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жалить? — γκελλώ как с (ново)греческого переводится слово γκελλώ? — жалить — εμπορορραπτικός — σακάτικος — αυξομειούμαι — μπαουλοντίβανο — βρέχει — εκπλειστηρίασμα — γράμματα — περιπατητικός — διέκχυτρο — πνευματιστής — Βλαχία — βουτυρόμετρο — κοιμηθιά — περιτραχήλιον — αναρίγημα — ξεφτώ — κεφαλαίος — τυφλικός — καραφλός — επίρρευμα — διάσελο |
|||