|
το шёлк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шёлк? — σηρικό как с (ново)греческого переводится слово σηρικό? — шёлк — συστάτης — μπολιασμένος — τεφρόχρούς — φουσκωτό — φυγοπονώ — υπομισθωτής — κορνέττο — υποσχετικός — αζαχάρωτος — περισυναγωγή — ριζοσπαστικοποιώ — χαρεμλίκι — αισθηματικώς — χαρτικά — αμόλυντα — νοικοκυρίστικος — καλόπιστος — απρόδοτος — κοιλέντερα — κολποκήλη — αψύλλιστος |
|||