Новогреческий словарь
δελέασμός
δελέασμός
ο 1)
заманивание
;
2) перен.
приманка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
заманивание
? —
δελέασμός
как на
(ново)греческом
будет слово
приманка
? —
δελέασμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
δελέασμός
? — заманивание, приманка
#
(ново)греческий словарь
—
ψυχικό
—
ανδραγάθημα
—
μπαλτατζής
—
αυτοκολακεία
—
γουργουρίζω
—
μυστήρια
—
ανεπισκίαστος
—
θεοφοβούμενος
—
φυσικοθεραπευτικός
—
ανεξίκακος
—
απογόνι
—
εκατοστόμετρο
—
πέρκνα
—
παρηγορίζω
—
απαιτητικά
—
μέρισμα
—
κεροστίλβη
—
ελιξήριον
—
ενόργανος
—
βρεφικός
—
τουρκοτέκο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,