|
1) слуховой; 2) акустический; ~ό μηχάνημα — аппарат для подслушивания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слуховой? — ωτακουστικός как на (ново)греческом будет слово акустический? — ωτακουστικός как с (ново)греческого переводится слово ωτακουστικός? — слуховой, акустический — φρουμάζω — θαυμαστός — αναπόκριτος — αμφιόνι — αυτόσειστος — πυρογραφικός — ραδιοφωνικός — ακυρώσιμος — αδίψαστος — βενζινομηχανή — πύαρ — ξενολάτρης — μπερδεμένος — πτωτικά — φυσική — βαμβακοπαραγωγή — περισώζομαι — σκαθάρι — μικρολογία — πανεπιστήμων — ενθετικός |
|||