|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βλεννογόνος? — — ταχινός — ωάριο — πρύμνα — εντομολογία — ψυχάκιας — τριώνυμο — κουσκουσούρης — πραγματογνωσία — αναθεματισμός — γλωσσίς — χοιρινός — διύλιση — Αρμένισσα — χοχλάδι — ανενταφίαστος — Ιρακινή — γαλακτόλιθος — σχίσιμο — αστρονομικός — οπλοπωλείον — βιβλιοδετώ |
|||