|
η искусство вышивания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово искусство вышивания? — κεντητική как с (ново)греческого переводится слово κεντητική? — искусство вышивания — στυλέτο — μπέμπης — κουβαλητικά — τυποποιός — αναβρασμένος — μεγαλοπραγμοσύνη — ξεχώνομαι — εκτάδην — ξεβιδώνομαι — χρυσαφής — στοιχειωμένος — νευρώδης — συγγενάδι — προφτάνω — ολοσούσουμος — εμβρυακός — τσιτώνω — εκκαίω — σπερματοθήκη — σπέρνω — νταμουζλούκι |
|||