|
η прогулка; κάνω μιά ~ — гулять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прогулка? — αναγυρίδα как с (ново)греческого переводится слово αναγυρίδα? — прогулка — πολίτης — καλογερική — νικάω — γκλάμουρ — περιπλέον — αλέκτωρ — ά-ά! — στομίδα — γαιανθρακαποθήκη — ανθοδετική — ανεκτός — ομογενής — κορόϊδο — παρθένα — γιλεκάκι — δόνημα — πάτρια — διαιρετικός — αχτιδοβολή — ρετουσάρω — ογκομετρία |
|||