|
козий; ~ δρόμος — козья тропа (в горах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово козий? — κατσικήσιος как с (ново)греческого переводится слово κατσικήσιος? — козий — λεμονοπορτόκαλο — φλόξ — προύμυτα — κοντοβασίλεμα — παλικαριά — βιβλιοφιλία — ευήνιος — οπισθοδρομικός — αχνίζω — αντιτείνω — παφλασμός — εκδόριον — διακεκομμένος — γλετζές — πουτσόδρομος — μερακλής — σβηστήρα — κολλαγόνο — καταδρομικό — ακτοπλοΐα — σωληνάκι |
|||