|
крайний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крайний? — ακριανός как с (ново)греческого переводится слово ακριανός? — крайний — ρούνοι — ουρανισκόφωνος — συνταυτισμός — αδιεκδίκητος — τέρμα — εξεικονισμός — μοσχοβολιστός — αργυρολογώ — ελαιοπυρήνας — τσέλιγκας — ερμίνα — πυραμιδοειδής — μεγαλουσιάνα — επινοηματικός — λαμπροφορεμένος — διεκτραγωδώ — υποβόσκω — χτενάκι — στεατίνη — διάκος — εντερορραγία |
|||