|
το закройный цех #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закройный цех? — κοπτήριο как с (ново)греческого переводится слово κοπτήριο? — закройный цех — βλεννορραγία — νηματουργείο — κυβερνείο — ψελλότητα — κινδυνώδης — Ινδοκινέζα — οινοπαραγωγή — έκθυμα — κονσερβαρισμένος — αξιώνω — μπουρτζόβλαχος — εκφωνητής — γουργουρίζω — νεροκουβάλημα — ερωτικότητα — αναβρασμένος — καβατίνα — λεμονίτα — καταπιεστικά — γοργοφτέρωτος — χρεώστης |
|||