|
(-ηρος) ο веретено #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веретено? — κλωστήρ как с (ново)греческого переводится слово κλωστήρ? — веретено — οργανογόνος — ενδεκαπλασιάζω — πέταμα — παραπίπτω — πατροκτόνος — ζυμώτρα — φθειασίδι — πρωτοπρεσβύτερος — φλέμα — οφφίκιο — απιδόκρασο — νύ — πρωτότοκος — ελεητικός — σμήριγξ — κατακερματισμός — βρούλο — διορθωτικά — αδιασάφιστος — μεσοκάρπιος — αρχοντογιός |
|||