|
ο береговой устой (моста) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово береговой устой? — ακρότοιχος как с (ново)греческого переводится слово ακρότοιχος? — береговой устой — υπερκερωτικός — εσπερινός — αλάνθαστα — ξεσαμαρώνω — ντέφι — παπισμός — ακάματα — αντευχοριστώ — απωστικός — μολεμένος — καρύϊνος — μαλαματένιος — πασσάλειμμα — αυθεντία — οπλοφορώ — μπατάλικος — βραχυβιότητα — προαγορά — λεμονής — συντεκνία — συκοφάντρια |
|||