|
(-εως) мед. бронхоскопия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бронхоскопия? — βρογχοσκόπησις как с (ново)греческого переводится слово βρογχοσκόπησις? — бронхоскопия — συνοριακός — ακαταστάλαχτα — λεμφοκυττάρωση — δόσα — ορμώ — ασντερεύω — ξεφρενιασμένος — σύμπας — μέτρο — κατοστάρικο — δίχειρος — μονοτρήματα — μορτιτικός — οπτιμισμός — διαδόσιμος — αδιάκριτος — αδιάπτωτος — ντουγρού — εφημεριδοφάγος — αγρυπνία — αμισθί |
|||