Новогреческий словарь
αντιστρεπτός
αντιστρεπτός
1)
обратный
;
2)
обратимый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обратный
? —
αντιστρεπτός
как на
(ново)греческом
будет слово
обратимый
? —
αντιστρεπτός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντιστρεπτός
? — обратный, обратимый
#
(ново)греческий словарь
—
μπάσκετ
—
κατάφωρα
—
κατακαθίζω
—
σιδηρόδετος
—
αποδεκάτισμα
—
ρητινικός
—
γρασάρισμα
—
συμφεροντολόγος
—
αυτοπροσωπογράφος
—
χειρολαβή
—
συναρμογή
—
παίχτρα
—
δάσωση
—
ακρισάριστος
—
γκέγκας
—
διψήφιος
—
ροδώνας
—
ωρολογοποιείο
—
πεντόφραγκο
—
μπετούγια
—
μεταφόρτωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве