|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δανειοληπτικός? — — οψίγαμος — δεντροστολίζω — αφύδρανση — ζαντός — δεματολογος — φουβού — κακομελετάω — οροαντίδραση — σταυροδοσία — αντικανονικός — κοκόλιπος — κενολογώ — καχύποπτα — ανέκθλιπτος — λύρα — προπαιδειό — μακελλειό — σουρλουλού — σπαθί — μεζεκλίδικος — ατσαλωμένος |
|||