|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λεπτολογία? — — κυκλοφοριακός — αρτιφανής — μυταράδικο — ομολογία — μεσιανός — γάβανο — αγρύπνημα — ομαδάρα — κολασμένα — ενθέτω — σωκρατικός — αλεπουπορδή — βλεφαρίζω — ματά — ογδοηνταριά — απελπισία — αντενδείκνουμαι — τερέβινθος — ψηλόπλωρος — αμαρκάριστος — εφίστιος |
|||