|
το обувь; === τού δίνω τά ~ια στό χέρι — выгонять (__кого-л.__) , увольнять кого-л.; παπούτσι από τόν τόπο σου κι' άς είν' καί μπαλωμένο — погов. [phrase]хоть на курице, да со своей улицы [/phrase] (о женитьбе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обувь? — παπούτσι как с (ново)греческого переводится слово παπούτσι? — обувь — ρυπαίνω — πιοτί — φορτίο — βρωμησιά — φωτοευαισθητοποίηση — φιλάδελφος — ξαπολνάω — φωτοτηλέγραφος — ζουγκρανίζω — σεκλέτισμα — πεντακοσάρικο — μπέϊκος — χαρεμλίκι — ποσολογία — επτά — ουρανισκόφωνος — ακυνήγητος — πασπατευτός — περιδέραιο — διάτανος — ρετσινιά |
|||