Новогреческий словарь
παπούτσι
παπούτσι
το
обувь
;
===
τού δίνω τά ~ια στό χέρι — выгонять (__кого-л.__) , увольнять кого-л.
;
παπούτσι από τόν τόπο σου κι' άς είν' καί μπαλωμένο — погов. [phrase]хоть на курице, да со своей улицы [/phrase] (о женитьбе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обувь
? —
παπούτσι
как с
(ново)греческого
переводится слово
παπούτσι
? — обувь
#
(ново)греческий словарь
—
ψιχαλητό
—
διασημαίνω
—
προφυλάσσω
—
εμβαπτίζω
—
εύδροσος
—
αθλοθέτης
—
φιλίστωρ
—
διάρμισμα
—
απροσμέτρητος
—
αρματολικός
—
γραμματέας
—
παγαίνω
—
φρυάττω
—
φωνογράφος
—
πλειοψηφώ
—
τσαπί
—
αποκαίω
—
πότισμα
—
κατασκήνωση
—
ταπεινοφροσύνη
—
μαρμαρουργία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве