|
низкого роста #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово низкого роста? — κοντόκορμος как с (ново)греческого переводится слово κοντόκορμος? — низкого роста — εκπροσωπεύω — αλεξίφλογος — μπόλια — χειροβομβίδα — παραγέρασμα — διατομή — ζαγάρι — αντιπρόκληση — ιδιοπαθής — ενοικιάζω — αναθεμελιώνω — πυριτιδόκονις — δοξάρι — έκδοτος — εκρίζωση — πυροτεχνικός — αιμοχαρής — βωλοδέρνω — βαθυσέβαστος — ασβέστι — απαρίθμηση |
|||