|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Παν? — — ευερμήνευτος — λιποβαρές — πάσπαλη — περνοδιαβαίνω — αλογισά — περίπαιγμα — προσύμβαση — σωματοφυλακή — ζωηρότητα — σιτάρκεια — Αγγλικανός — ασκόνιστος — ανέφαγος — θεμελιωτής — απογραφικός — τηλεγραφικός — αλαφράγκα — κεκλεισμένους — διαυγασμός — γηροκόμηση — γύψινος |
|||