|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρπακτικό? — — αγάλι — σκιτσάρω — κόχιασμα — πυλώνας — χασμουριάρα — χρηματοδότης — ανδροκοίτης — ξαγοράρης — καρδιοχειρουργός — χειμέριος — θροώ — τσόχα — αρκουδόμουτρο — ατονώ — χαμηλοφώνως — αλαφράγκα — ανελικτικός — αναλογιστικά — έξωμος — αυτοτιτλοφορούμενος — αρματολόμπασης |
|||