|
родительский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родительский? — γεννητορικός как с (ново)греческого переводится слово γεννητορικός? — родительский — ξεμιστεύω — συμφυής — κομμός — ηλιόπληκτος — ετερογένεια — πολυτεχνείο — πινακοθήκη — αρχιεροσύνη — ιδιόρρυθμος — αβρώς — νεόπηκτος — μύσις — λωτοειδής — απρόσεχτος — σφαδασμός — διεθνώς — μπρούτζινος — μπάσο — συννεφιασμένος — κατάφαση — λιθόκονις |
|||