|
миниатюрный (о живописи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово миниатюрный? — μικρογραφικός как с (ново)греческого переводится слово μικρογραφικός? — миниатюрный — σύμπραξη — Βίβλος — σπασμοφιλία — πρασινογάλαζος — βροντολαλώ — χρηματίζω — ξυούμαι — απροφύλακτος — πνευμονοβακτήριο — προσλαμβάνω — παρονομάζω — ευπρεπίζω — επωαστήριον — αποσάπισμα — αμπογιάτιστος — γραμματοκομιστής — εννεάκρουνος — παραγοντίσκος — βατίς — ελαιοφυής — φεγγαρίζω |
|||