|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτροπτική? — — συνοδηγήτρια — προπληρωμή — συνεταιρίζομαι — γροθοκοπάνισμα — κερασόχρους — κυφός — γλυκοματ- — ζεστό — πυελοπλαστική — σωματοφύλακας — διαμοχλεύω — γκάιντα — πρεζόνι — κομπάρσος — ραδιενέργεια — θανασίμως — προφυλακτήρας — καλτσώνω — αποθερισμός — δεκαπεντασύλλαβος — αντασφαλίζω |
|||