|
противоалкогольный; ~ά μέτρα — меры по борьбе с пьянством #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противоалкогольный? — αντιαλκοολικός как с (ново)греческого переводится слово αντιαλκοολικός? — противоалкогольный — παρευρίσκομαι — γοργοπέρασμα — αδειούχος — ξεκόλλητος — απολεπτύνω — πρόναυλος — οδυνηρά — αντιποιητικός — νεφροσκλήρυνση — φελλιάζω — απαγόρευση — στενοθώρακας — παρθενικός — αλύτρωτος — υπερβάλλω — γαστροκνήμιον — ασχημάντρας — σημαιοστολίζω — παρατηρούμαι — απλογραφία — αμυγδαλόπιττα |
|||