|
η натюрморт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово натюрморт? — ρωπογραφία как с (ново)греческого переводится слово ρωπογραφία? — натюрморт — πλαστογράφος — συχώριο — χρωματικός — σχετλιαστικός — χωνευτής — στειρολόγημα — γλιστρίδα — ξεπαραδιασμένος — ψυχραίμως — ανεξαγόραστος — ποντικότρυπα — βωλοδέρνομαι — αιματόρροια — θρόμβος — πνευμονοπάθεια — μαγιασίλι — αναπήνιση — αναλώσιμος — φελπεδένιος — πλινθοποιία — εκτικός |
|||