|
η непроводимость (тока) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непроводимость? — διηλεκτρικότητα как с (ново)греческого переводится слово διηλεκτρικότητα? — непроводимость — οδοιπόρος — καταθορυβουμαι — βάρβαρος — πουτσάρα — σφουγγαράς — τσιπουράκι — τοπείο — επιπολαίως — μελωδικός — ψαρόσουπα — είθε — αρκιέμαι — άφραχτος — επέσχον — αδιατύπωτος — γελαντζή-ντολμάς — βάτος — ακουστικό — χεροπόδαρα — απόνοχτος — συνεταιρίζομαι |
|||