διηλεκτρικότητα

формы словаβ
διηλεκτρικότητα
η непроводимость (тока)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово непроводимость? — διηλεκτρικότητα
как с (ново)греческого переводится слово διηλεκτρικότητα? — непроводимость


οδοιπόροςκαταθορυβουμαιβάρβαροςπουτσάρασφουγγαράςτσιπουράκιτοπείοεπιπολαίωςμελωδικόςψαρόσουπαείθεαρκιέμαιάφραχτοςεπέσχοναδιατύπωτοςγελαντζή-ντολμάςβάτοςακουστικόχεροπόδαρααπόνοχτοςσυνεταιρίζομαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit