|
бетонировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бетонировать? — σκυροδετώ как с (ново)греческого переводится слово σκυροδετώ? — бетонировать — ερυθραιμία — ανεγνωρισμένως — προαγωγή — βενετσιάνικος — πελαγινός — προβιβάζομαι — ασκελιά — απομονώ — στοιχειοθέτης — άγερτος — ξεβράκωμα — ιδιοκτησία — αφυδατώ — ακαταπράντος — αμολόχα — ξεφυτιλίζω — θερινός — μυζηθρόπιττα — εφεκτικός — ταώνειος — μπότα |
|||