|
сырой, влажный, мокрый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сырой? — ογρός как на (ново)греческом будет слово влажный? — ογρός как на (ново)греческом будет слово мокрый? — ογρός как с (ново)греческого переводится слово ογρός? — сырой, влажный, мокрый — αστείζομαι — μαμμόθρεφτος — αψινθίαση — πυράδα — μυδραλλιοβόλο — λεμβόζευκτος — νευροπαθής — υπόρριζο — αχρεωκόπητος — λαμπαδάριος — χολοποιητικός — κολυμβήθρα — ιμπεριαλιστής — ανεγκλιμάτιστος — όργητα — κοκκινίλα — εμφάνιση — φωτοτοπογράφηση — αυτοκινητίστρια — τραμβαγιέρης — αριθμομηχανή |
|||