|
смыкаться, закрываться (о глазах, губах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смыкаться? — συμμύω как на (ново)греческом будет слово закрываться? — συμμύω как с (ново)греческого переводится слово συμμύω? — смыкаться, закрываться — προσωποληπτώ — χυτήρας — πειθαρχικός — διανάκτης — διατηρήσιμος — αναγνώριση — καλπονόθεψη — τιτλομανία — συνημμένα — συλλαβιστικός — καούνι — ξέσκασμα — ώχηστρα — καταβολιάζω — υδροπερατότητα — ριπή — φεγγοβολιά — μεσοδρομής — βρύω — σητόβρωτος — καρκννολογία |
|||