Новогреческий словарь
αβασκαίνω
αβασκαίνω
(αόρ. αβάσκανα)
сглазить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сглазить
? —
αβασκαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβασκαίνω
? — сглазить
#
(ново)греческий словарь
—
αζύγιαχτος
—
φαλακρότητα
—
γατσιάζω
—
ατελεύτητος
—
κώλο
—
βιοηλεκτρισμός
—
νεροπότηρο
—
σπαρταρώ
—
θίγω
—
γριπάρισσα
—
επειξη
—
πενταπλάσιος
—
ανάλωση
—
μασόνος
—
ανθρακοειδής
—
στοχοποιούμαι
—
αφιλόπονος
—
οικονομικά
—
πυελογραφία
—
τεκμηριωμένα
—
ακροσυνάπτω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω