|
(αόρ. αβάσκανα) сглазить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сглазить? — αβασκαίνω как с (ново)греческого переводится слово αβασκαίνω? — сглазить — άνεργος — μαρξιστής — βουτίνα — ανακατάληψη — ακρεβάτωτος — ευθυαυλητής — υδρομεταλλουργία — προσφυγοπατέρος — λιάζομαι — εξαγγελθείς — εκτρέφω — ξελωλαίνω — οσφυικός — μεταφέρομαι — μηχανοτεχνίτης — έπειτα — μεταγιγνώσκω — ζηλοφθονώ — δασύπτιλος — ανακουφισμός — περιστεριδεύς |
|||