αβασκαίνω

формы словаβ
αβασκαίνω
(αόρ. αβάσκανα) сглазить



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово сглазить? — αβασκαίνω
как с (ново)греческого переводится слово αβασκαίνω? — сглазить


άνεργοςμαρξιστήςβουτίναανακατάληψηακρεβάτωτοςευθυαυλητήςυδρομεταλλουργίαπροσφυγοπατέροςλιάζομαιεξαγγελθείςεκτρέφωξελωλαίνωοσφυικόςμεταφέρομαιμηχανοτεχνίτηςέπειταμεταγιγνώσκωζηλοφθονώδασύπτιλοςανακουφισμόςπεριστεριδεύς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit