|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαθηκώος? — — αναμάλλιασμα — δαιμονιζόμενος — αλιτζές — βαριοθυμιά — πόζα — πολυτεχνίτης — δάκνω — αρσενικό — ξυπασιά — ροσόλι — αμμωνίται — βάρδια — χυμάω — λεμονόφλουδα — αριδίζω — λογικεύομαι — διατομικός — κληροδότειρα — καταμόσχευσις — λυκάκι — οργάνωση |
|||