|
бездыханный πίπτω ~ — падать без чувств, замертво #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бездыханный? — άπνους как с (ново)греческого переводится слово άπνους? — бездыханный — αδήν — αυτοδιορισμός — χτυποβροντώ — ημιαναισθησία — παγωνιέρα — αδαμιαίος — ζίκ-ζάκ — δεκαπενταύγουστο — λιοτριβειό — δικονομικός — ελεημονικός — ολάνοικτος — ορκοπάτης — δελίνι — δείλινίζω — ανάποδος — συγκερνώ — ράσπα — χωριάτης — όνειρο — απόσηψη |
|||