Новогреческий словарь
ραχατλήδικος
ραχατλήδικ|ος
праздный, безмятежный
(о человеке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
праздный
? —
ραχατλήδικος
как на
(ново)греческом
будет слово
безмятежный
? —
ραχατλήδικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ραχατλήδικος
? — праздный, безмятежный
#
(ново)греческий словарь
—
αναδιαπλάθω
—
τελετουργώ
—
κορώνω
—
παρδαλίζω
—
κατασπαταλώμαι
—
ξεστραβώνομαι
—
απροσχεδίαστος
—
εάν
—
σημειωτόν
—
γκεβεζελίκι
—
τριάντα
—
χατμάνος
—
αψιδοειδής
—
γαριερός
—
καταληψίας
—
στεγανοποίηση
—
πανδοχείο
—
ζεματάω
—
συμβεβλημένος
—
αντιμεταρρυθμιστής
—
λαμπρεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве