|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πατομπούκαλο? — — αλάνθαστα — ψαρύς — δανέζικος — πρακτικό — αποφοιτήσας — αναμονή — γελωτοποιός — ουχί — αμυλούχος — φωταγωγία — ξανάνιωμα — μπερμπαντιά — τσιγαράδικο — σπιτονοικοκύρης — γεάνθρακας — κρυφο- — συγκεκριμενοποιούμαι — αρχιναύορχος — καταψηφίζω — επιστρώνω — βλήχημα |
|||