|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρτηρίδιο? — — τύμβος — χλοάζω — οπλουργός — ριπάς — τσιγκέλι — εργοτισμός — κελλάριος — προγκάω — χιονιάς — δεκαδικότητα — βαστώ — πλαταγή — κολαστικός — απλόχωρος — κουρτινόξυλο — δάδινος — μαργιόλα — υστεραλγία — αδιόρατος — μπαγιάτικος — αφανιστής |
|||