|
незавитой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незавитой? — ακατσάρωτος как с (ново)греческого переводится слово ακατσάρωτος? — незавитой — αποβγάνω — γυναικώνίτης — ερίνωση — διαπυίσκομαι — νεοπλασματικός — χειροτονία — παραπροίκι — ναυπηγήσιμος — επικράτεια — γλεντζού — εξάεδρον — καταπαυστικός — καταισχύνη — πληροφορημένος — οδοντοϊατρείο — δεντροκαλλιέργεια — ακρόστυλον — γυναικομανής — εξεικόνιση — διεξέρχομαι — προεργάζομαι |
|||