Новогреческий словарь
ολύμπιος
ολύμπι|ος
олимпийский
;
ο ~οι θεοί — олимпийские боги
;
===
μέ ~α αταραξία — с олимпийским спокойствием
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
олимпийский
? —
ολύμπιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολύμπιος
? — олимпийский
#
(ново)греческий словарь
—
ετεροτροφία
—
οξέλαιο
—
αδιάφορος
—
αποθρασύνομαι
—
ξαναπερνώ
—
ούρος
—
ταχυγραφώ
—
αξεφύλλιαστος
—
οργανογενετικός
—
δηλαδή
—
χρυσοφαής
—
αλλέγρο
—
εδαφικός
—
εικοσαπλούς
—
κατωσάγονο
—
ανθρωπάκι
—
ξυλοκοπανίζω
—
ευλαβούμαι
—
οξεία
—
ερμητικότητα
—
θερμοχημεία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,