|
(-ους) ο Мефистофель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово Мефистофель? — Μεφιστοφελής как с (ново)греческого переводится слово Μεφιστοφελής? — Мефистофель — καλοκάγαθος — ακαρπιά — ακλάρωτος — κολακεύομαι — νομισματοκοπία — φοινίκων — δύσοσμα — αγκυροβολώ — αδευτέρωτα — αμαξοστασιάρχης — κατακλείω — άψηστος — κιτς — νερουλιαστός — ακοομέτρηση — αδιαγούμιστος — αιγυπτιολογικός — αναροτρίωτος — ντροπιάρικος — βυσσινάδα — υττέρβιο |
|||