|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έλκυθρο? — — αλλοιωτό — σούρα — δελτιογράφος — ατροφοδότητος — αφοσίωση — συμπαθητικός — πλαταγίζω — απόγυρος — αλλάζομαι — κατακεφαλιά — πραγματεύομαι — εκτομίας — λεόντειος — συγχωνεύω — ανακατώνομαι — περίγραπτος — μπεζεράω — παρώνυμος — αλαμπάδιαστος — έγγαμος — οδοντάγρα |
|||