|
το пустяковая находка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пустяковая находка? — βρεσιδάκι как с (ново)греческого переводится слово βρεσιδάκι? — пустяковая находка — ρουσφετολογία — μικροεμπορευματική — μερδικό — ζαχαροδιαβήτης — αφεντάτο — διανοησιαρχία — στραβοτιμονιά — αργοπατώ — συστρέφω — ναυτολογώ — μενετός — καφωδείο — απάντημα — εγωλάτρισσα — τλήμων — ρητορισμός — τσαπατσουλιά — λιθοτεχνία — συμβουλάτορας — ωμορφοκόρη — πρόμαχος |
|||