|
притворяться глухим #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово притворяться глухим? — εθελοκωφώ как с (ново)греческого переводится слово εθελοκωφώ? — притворяться глухим — κουβαρίστρα — λαδόκολα — εκπαιδευτής — οργανώνομαι — επικοπίδα — επίταχτος — παρατατικός — γέρασμα — ακυρωμένος — διαφύλαξη — γλυκότητα — ντελβές — — υδροφάντης — εφτάδυμος — ομόχρους — μετάβαση — διαδοχικά — συγκρητισμός — βεβαιώ — μόλεμα |
|||