|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υδροκεφαλικός? — — πρωτότυπο — προσγειώνω — αδιασαφήνιστος — σμήνος — διορθώτρια — καλοφαγού — βαμβακερά — ποταμίσιος — ταπεινωτικά — εκζήτηση — ψιλοτρίβω — σαυτού — εκφραστικός — υδροπότης — επαναστατώ — λευκαντής — αφηγητής — μετέωρος — γυναικομάνι — εκλειπτικός — καταδότης |
|||