|
фарфоровый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фарфоровый? — φαρφουρένιος как с (ново)греческого переводится слово φαρφουρένιος? — фарфоровый — μονήρης — συνδετήρας — επισημειώνω — πορνογραφικά — δραματουργός — μικροχτηματίας — αποσφάζω — αυλίζω — αγγελοφτιασμένος — θυμίζω — βρυσήσιος — εκδικάζω — προσαγορεύω — κοντολογία — ξαναρχιζω — τσέργα — λογοτεχνία — τρανταχτός — θρόμβος — ιδιοτέλεια — συμπονάω |
|||